Ετυμολογία

επεξεργασία
sexisme < sexe, κατά το racisme

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛk.sism/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sexisme sexismes

sexisme (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sexe