misogynie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.zɔ.ʒi.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
misogynie | misogynies |
misogynie (fr) θηλυκό
- η μισογυνία, ο μισογυνισμός
ενικός | πληθυντικός |
misogynie | misogynies |
misogynie (fr) θηλυκό