sex-shop
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sex-shop < (άμεσο δάνειο) αγγλική sex shop < sex & shop
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sex-shop | sex-shops |
sex-shop (fr) αρσενικό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη sexe