Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sexué sexués
θηλυκό sexuée sexuées

sexué (fr)

  1. που έχει φύλο
    les végétaux sexués - τα φυτά που έχουν φύλο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη sexe