sexué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sexué | sexués |
θηλυκό | sexuée | sexuées |
sexué (fr)
- που έχει φύλο
- les végétaux sexués - τα φυτά που έχουν φύλο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sexe
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sexué | sexués |
θηλυκό | sexuée | sexuées |
sexué (fr)