sexonomie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sexonomie | sexonomies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsexonomie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) (βιολογία) η μελέτη των νόμων που καθορίζουν τα φύλα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sexe
ενικός | πληθυντικός |
sexonomie | sexonomies |
sexonomie (fr) θηλυκό