sexothérapie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sexothérapie | sexothérapies |
sexothérapie (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sexe