κοίταγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοίταγμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοίταγμα (η μορφή) < κοιτάζω < αρχαία ελληνική κοιτάζω < κοίτη < κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.taɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοί‐ταγ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοίταγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοιτάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοίταγμα ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- κοίταγμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].