complain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | complain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | complains |
αόριστος | complained |
παθητική μετοχή | complained |
ενεργητική μετοχή | complaining |
Ρήμα
επεξεργασίαcomplain (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραπονιέμαι/παραπονούμαι, λέω ότι είμαι ενοχλημένος, δυστυχισμένος ή μη ικανοποιημένος με κάποιον ή κάτι
- ⮡ I am complaining to someone about something.
- Παραπονούμαι σε κάποιον για κάτι.
- ⮡ You don’t have a reason to complain.
- Δεν έχεις λόγο να παραπονείσαι.
- ⮡ What is complaining about this time?
- Τι έχει πάλι και παραπονιέται;
- ⮡ I am complaining to someone about something.
Πηγές
επεξεργασία- complain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 662. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπονούμαι