ενεστώτας complain
γ΄ ενικό ενεστώτα complains
αόριστος complained
παθητική μετοχή complained
ενεργητική μετοχή complaining

complain (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) παραπονιέμαι/παραπονούμαι, λέω ότι είμαι ενοχλημένος, δυστυχισμένος ή μη ικανοποιημένος με κάποιον ή κάτι
    ⮡  I am complaining to someone about something.
    Παραπονούμαι σε κάποιον για κάτι.
    ⮡  You don’t have a reason to complain.
    Δεν έχεις λόγο να παραπονείσαι.
    ⮡  What is complaining about this time?
    Τι έχει πάλι και παραπονιέται;