παραπονούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραπονούμαι < μεσαιωνική ελληνική
Ρήμα
επεξεργασίαπαραπονούμαι (αποθετικό ρήμα)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραπονούμαι | παραπονούμουν | θα παραπονούμαι | να παραπονούμαι | παραπονούμενος | |
β' ενικ. | παραπονείσαι | παραπονούσουν | θα παραπονείσαι | να παραπονείσαι | ||
γ' ενικ. | παραπονείται | παραπονούνταν | θα παραπονείται | να παραπονείται | ||
α' πληθ. | παραπονούμαστε | παραπονούμασταν παραπονούμαστε |
θα παραπονούμαστε | να παραπονούμαστε | ||
β' πληθ. | παραπονείστε | παραπονούσασταν παραπονούσαστε |
θα παραπονείστε | να παραπονείστε | παραπονείστε | |
γ' πληθ. | παραπονούνται | παραπονούνταν | θα παραπονούνται | να παραπονούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραπονέθηκα | θα παραπονεθώ | να παραπονεθώ | παραπονεθεί | ||
β' ενικ. | παραπονέθηκες | θα παραπονεθείς | να παραπονεθείς | παραπονέσου | ||
γ' ενικ. | παραπονέθηκε | θα παραπονεθεί | να παραπονεθεί | |||
α' πληθ. | παραπονεθήκαμε | θα παραπονεθούμε | να παραπονεθούμε | |||
β' πληθ. | παραπονεθήκατε | θα παραπονεθείτε | να παραπονεθείτε | παραπονεθείτε | ||
γ' πληθ. | παραπονέθηκαν παραπονεθήκαν(ε) |
θα παραπονεθούν(ε) | να παραπονεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραπονεθεί | είχα παραπονεθεί | θα έχω παραπονεθεί | να έχω παραπονεθεί | παραπονεμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραπονεθεί | είχες παραπονεθεί | θα έχεις παραπονεθεί | να έχεις παραπονεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραπονεθεί | είχε παραπονεθεί | θα έχει παραπονεθεί | να έχει παραπονεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραπονεθεί | είχαμε παραπονεθεί | θα έχουμε παραπονεθεί | να έχουμε παραπονεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραπονεθεί | είχατε παραπονεθεί | θα έχετε παραπονεθεί | να έχετε παραπονεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραπονεθεί | είχαν παραπονεθεί | θα έχουν παραπονεθεί | να έχουν παραπονεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραπονούμαι
→ δείτε τη λέξη παραπονιέμαι |