↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπονούμενος η παραπονούμενη το παραπονούμενο
      γενική του παραπονούμενου της παραπονούμενης του παραπονούμενου
    αιτιατική τον παραπονούμενο την παραπονούμενη το παραπονούμενο
     κλητική παραπονούμενε παραπονούμενη παραπονούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπονούμενοι οι παραπονούμενες τα παραπονούμενα
      γενική των παραπονούμενων των παραπονούμενων των παραπονούμενων
    αιτιατική τους παραπονούμενους τις παραπονούμενες τα παραπονούμενα
     κλητική παραπονούμενοι παραπονούμενες παραπονούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπονούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος παραπονούμαι

παραπονούμενος, -η, -ο

  • που παραπονείται για κάτι, που διατυπώνει ένα παράπονο με ανεπίσημο ή επίσημο τρόπο
    Πήγε στο λυκειάρχη παραπονούμενος για τη συμπεριφορά του φιλολόγου του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία