παραπονούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραπονούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος παραπονούμαι
Μετοχή επεξεργασία
παραπονούμενος, -η, -ο
- που παραπονείται για κάτι, που διατυπώνει ένα παράπονο με ανεπίσημο ή επίσημο τρόπο
- Πήγε στο λυκειάρχη παραπονούμενος για τη συμπεριφορά του φιλολόγου του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραπονούμενος