↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπονεμένος η παραπονεμένη το παραπονεμένο
      γενική του παραπονεμένου της παραπονεμένης του παραπονεμένου
    αιτιατική τον παραπονεμένο την παραπονεμένη το παραπονεμένο
     κλητική παραπονεμένε παραπονεμένη παραπονεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπονεμένοι οι παραπονεμένες τα παραπονεμένα
      γενική των παραπονεμένων των παραπονεμένων των παραπονεμένων
    αιτιατική τους παραπονεμένους τις παραπονεμένες τα παραπονεμένα
     κλητική παραπονεμένοι παραπονεμένες παραπονεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπονεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραπονιέμαι και παραπονούμαι

παραπονεμένος, -η, -ο

  • που έμεινε με το παράπονο, δεν ικανοποιήθηκε μια ανάγκη ή επιθυμία του, που όντως δεν δικαιώθηκε ή που πάντως εκείνος αισθάνεται ότι δεν βρήκε το δίκιο του
  • Ολοι οι συμμαθητές του πήραν δώρα, μα εκείνος έμεινε παραπονεμένος
  • παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας (στοίχοι Μάνου Ελευθερίου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία