Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγοκλαίω < σιγά + κλαίω

  Ρήμα επεξεργασία

σιγοκλαίω

  • κλαίω σιγά, χωρίς εξάρσεις και χωρίς να γίνομαι ιδιαίτερα αντιληπτός

  Μεταφράσεις επεξεργασία