κλαυθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κλαυθμός | οι | κλαυθμοί |
γενική | του | κλαυθμού | των | κλαυθμών |
αιτιατική | τον | κλαυθμό | τους | κλαυθμούς |
κλητική | κλαυθμέ | κλαυθμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαυθμός < αρχαία ελληνική κλαυθμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ḱlew- ή προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαυθμός αρσενικό
- (λόγιο) κλάμα, θρήνος
- ※ Ό,τι και να κάνουν, όμως, ο κλαυθμός και ο οδυρμός το βράδυ των εκλογών θα είναι όλος δικός τους» (ΝΔ κατά ΣΥΡΙΖΑ, Καμίνη και Γερουλάνου: Ο κλαυθμός και οδυρμός το βράδυ των εκλογών θα είναι όλος δικός τους, protothema.gr, 22/04/2019, [1])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαυθμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ḱlew- ή προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαυθμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.