κλάμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλάμα | τα | κλάματα |
γενική | του | κλάματος | των | κλαμάτων |
αιτιατική | το | κλάμα | τα | κλάματα |
κλητική | κλάμα | κλάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλάμα < αρχαία ελληνική κλαῦμα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση προφοράς του διπλού συμφώνου [mm] > [m][1] < κλαίω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkla.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλά‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλάμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού κλαίω
- ↪ ξεσπάω σε κλάματα
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κλαίω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλάμα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κλάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- κλάμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλάμα ουδέτερο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κλάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- κλαύμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].