Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κλαῦμᾰ τὰ κλαύμᾰτ
      γενική τοῦ κλαύμᾰτος τῶν κλαυμᾰ́των
      δοτική τῷ κλαύμᾰτ τοῖς κλαύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κλαῦμᾰ τὰ κλαύμᾰτ
     κλητική ! κλαῦμᾰ κλαύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλαύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κλαυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαῦμα < κλαίω, κλαυ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαῦμα ουδέτερο

  1. κλάμα, οιμωγή, θρήνος, θλίψη
  2. ταραχή, ατυχία, δυστυχία

  Πηγές επεξεργασία