Weinen
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Weinen | — | |
γενική | des | Weinens | — | |
δοτική | dem | Weinen | — | |
αιτιατική | das | Weinen | — |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Weinen < ουσιαστικοποίηση του ρήματος weinen
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαWeinen (de) ουδέτερο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαWeinen
- δοτική πληθυντικού του Wein