πολύκλαυστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύκλαυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύκλαυστος πολύ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.klaf.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐κλαυ‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύκλαυστος, -η, -ο
- (λόγιο, για νεκρό) πολύκλαυτος, που αξίζει να τον θρηνούν, ή που τον κλαίνε πολλοί
Πηγές
επεξεργασία- πολύκλαυστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύκλαυστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολύκλαυστος, -ος, -ον & -ος, -η, -ον
- πολύκλαυτος, που τον θρηνούν πολλοί
- που προκαλεί κλάματα, δάκρυα
- που έχει κλάψει πολύ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύκλαυστος | ἡ | πολυκλαύστη | τὸ | πολύκλαυστον |
γενική | τοῦ/τῆς | πολυκλαύστου | τῆς | πολυκλαύστης | τοῦ | πολυκλαύστου |
δοτική | τῷ/τῇ | πολυκλαύστῳ | τῇ | πολυκλαύστῃ | τῷ | πολυκλαύστῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύκλαυστον | τὴν | πολυκλαύστην | τὸ | πολύκλαυστον |
κλητική ὦ! | πολύκλαυστε | πολυκλαύστη | πολύκλαυστον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύκλαυστοι | αἱ | πολύκλαυσται | τὰ | πολύκλαυστᾰ |
γενική | τῶν | πολυκλαύστων | τῶν | πολυκλαύστων | τῶν | πολυκλαύστων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυκλαύστοις | ταῖς | πολυκλαύσταις | τοῖς | πολυκλαύστοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυκλαύστους | τὰς | πολυκλαύστᾱς | τὰ | πολύκλαυστᾰ |
κλητική ὦ! | πολύκλαυστοι | πολύκλαυσται | πολύκλαυστᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυκλαύστω | τὼ | πολυκλαύστᾱ | τὼ | πολυκλαύστω |
γεν-δοτ | τοῖν | πολυκλαύστοιν | τοῖν | πολυκλαύσταιν | τοῖν | πολυκλαύστοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- πολύκλαυστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύκλαυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.