πολυδάκρυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυδάκρυτος < αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασίαπολυδάκρυτος, -η, -ο
- που κάνει πολύ κόσμο να κλαίει
- η πολυδάκρυτη γιαγιά μας
- που αξίζει να κλάψει κανείς γι' αυτόν· μερικές φορές, χρησιμοποιείται με ειρωνική έννοια
- η πολυδάκρυτη ιστορία του νομοσχεδίου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυδάκρυτος
|