πολύδακρυς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύδακρυς < αρχαία ελληνική
Επίθετο επεξεργασία
πολύδακρυς αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύδακρυς
→ δείτε τη λέξη πολυδάκρυτος |
πολύδακρυς αρσενικό ή θηλυκό
→ δείτε τη λέξη πολυδάκρυτος |