κλαυσίγελως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κλαυσίγελως | οἱ | κλαυσιγέλωτες |
γενική | τοῦ | κλαυσιγέλωτος | τῶν | κλαυσιγελώτων |
δοτική | τῷ | κλαυσιγέλωτῐ | τοῖς | κλαυσιγέλωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | κλαυσιγέλωτᾰ & κλαυσίγελων |
τοὺς | κλαυσιγέλωτᾰς |
κλητική ὦ! | κλαυσίγελως | κλαυσιγέλωτες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαυσιγέλωτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κλαυσιγελώτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλαυσίγελως αρσενικό
- ο κλαυσίγελος
- ※ Eἰ δὲ παρόμοιον αὐτὸ ποιήσει «ποίαν γὰρ πόλιν τῶν ἐχθρῶν τοιαύτην ἀπέλαβον, ὁποίαν τὴν ἰδίαν ἀπέβαλον» οὐ μὰ τὸν Δία πάθος κινήσει ἀλλὰ τὸν καλούμενον κλαυσιγέλωτα. (Αριστοτέλης, Fragmenta Varia, 1, 13, 82, 11)
- ※ Ἀνδρομάχη μέντοι ἄγχι παρίστατο δακρυχέουσα. Καὶ οὕτω μερίζονταί πως οἷον ἀμφότεροι τὸν κλαυσίγελων. (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 1, 2, 346)
- ※ Tαῦτ' οὐδεὶς ἂν ὑγιαινόντων εὐφροσύνας ἀληθεῖς ἢ χαρὰς ὀνομάσειεν, ἀλλ' εἴ τις ἔστι καὶ ψυχῆς Σαρδάνιος γέλως, ἐν τούτοις ἔστι τοῖς παραβιασμοῖς καὶ κλαυσιγέλωσιν. (Πλούταρχος, Ὄτι οὐ δ' ἡδέως ζῆν ἐστι κατ' Ἐπίκουρον, 1097, F4)
Πηγές
επεξεργασία- κλαυσίγελως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαυσίγελως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.