γέλως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γελωτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | γέλως | οἱ | γέλωτες | |
γενική | τοῦ | γέλωτος | τῶν | γελώτων | |
δοτική | τῷ | γέλωτῐ | τοῖς | γέλωσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | γέλωτᾰ | τοὺς | γέλωτᾰς | |
κλητική ὦ! | γέλως | γέλωτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γέλωτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γελώτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ποιητικοί, επικοί τύποι | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
γελω- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | γέλως | οἱ | γέλῳ | ||||
γενική | τοῦ | γέλω | τῶν | γέλων | ||||
δοτική | τῷ | γέλῳ | τοῖς | γέλῳς | ||||
αιτιατική | τὸν | γέλω & γέλων |
τοὺς | γέλως | ||||
κλητική ὦ! | γέλως | γέλῳ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γέλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γέλῳν | ||||||
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'κάλως' όπως «κάλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γέλως, ήδη ομηρικό < γελ- + -ως < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵélh₂-, *ǵlh₂-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγέλως αρσενικό διπλόκλιτο
- ο γέλωτας, το γέλιο
- η αιτία του γέλιου
- (μεταφορικά) φλοίσβος, κύμα
- (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) λακκάκι των οπισθίων, του γλουτού
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 49, 14 Ἔρωτες @wikisource @scaife.perseus
- τῶν δὲ τοῖς ἰσχίοις ἐνεσφραγισμένων ἐξ ἑκατέρων τύπων οὐκ ἂν εἴποι τις ὡς ἡδὺς ὁ γέλως· μηροῦ τε καὶ κνήμης ἐπ εὐθὺ τεταμένης ἄχρι ποδὸς ἠκριβωμένοι ῥυθμοί.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 49, 14 Ἔρωτες @wikisource @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γέλως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γέλως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.