Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κάλως' (αρχαία ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάλως | οἱ | κάλῳ |
γενική | τοῦ | κάλω | τῶν | κάλων |
δοτική | τῷ | κάλῳ | τοῖς | κάλῳς |
αιτιατική | τὸν | κάλω | τοὺς | κάλως |
κλητική ὦ! | κάλως | κάλῳ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κάλῳν | ||
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'κάλως' όπως «κάλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
2η κλίση - παροξύτονα αττικόκλιτα ουσιαστικά σε -ως, αρσενικά, θηλυκά
- ὁ κάλως, τοῦ κάλω, οἱ κάλῳ, τῶν κάλων
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'κάλως'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 10 υποκατηγορίες, από 10 συνολικά.