↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅλως αἱ ἅλ
ἅλωες, ἅλως
      γενική τῆς ἅλω
ἅλωος
τῶν ἅλων
      δοτική τῇ ἅλ ταῖς ἅλῳς
    αιτιατική τὴν ἅλω
ἅλων, ἅλωα
τὰς ἅλως
     κλητική ! ἅλως ἅλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅλω
γεν-δοτ τοῖν  ἅλῳν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'κάλως' όπως «κάλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἅλως < ἀλέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἅλως θηλυκό

  1. αλώνι
    άλλες μορφές: ἅλων, ἁλωή
  2. κύκλος ασπίδας
  3. δίσκος