Ετυμολογία

επεξεργασία
γέλων τίθημι (τινι) < → δείτε τις λέξεις γέλως, γέλων και τίθημι

  Έκφραση

επεξεργασία

γέλων τίθημι (τινι)

  • προξενώ γέλιο σε κάποιους
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 383 (381-383)
    εἰ ληφθήσομαι | δόμους ὑπερβαίνουσα καὶ τεχνωμένη, | θανοῦσα θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων.
    Αν με συλλάβουν | να διαβαίνω το κατώφλι και να βάζω εμπρός το σχέδιό μου, | θα πεθάνω και οι εχθροί μου θα καγχάζουν.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr