κλαῦσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κλαῦσῐς | αἱ | κλαύσεις |
γενική | τῆς | κλαύσεως | τῶν | κλαύσεων |
δοτική | τῇ | κλαύσει | ταῖς | κλαύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κλαῦσῐν | τὰς | κλαύσεις |
κλητική ὦ! | κλαῦσῐ | κλαύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κλαυσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαῦσις < κλαίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαῦσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- κλαύματα
- κλαυσίγελως
- → δείτε τη λέξη κλαίω
Πηγές
επεξεργασία- κλαῦσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαῦσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.