Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλαψιάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλαψιάρικ
ος
η
κλαψιάρικ
η
το
κλαψιάρικ
ο
γενική
του
κλαψιάρικ
ου
της
κλαψιάρικ
ης
του
κλαψιάρικ
ου
αιτιατική
τον
κλαψιάρικ
ο
την
κλαψιάρικ
η
το
κλαψιάρικ
ο
κλητική
κλαψιάρικ
ε
κλαψιάρικ
η
κλαψιάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλαψιάρικ
οι
οι
κλαψιάρικ
ες
τα
κλαψιάρικ
α
γενική
των
κλαψιάρικ
ων
των
κλαψιάρικ
ων
των
κλαψιάρικ
ων
αιτιατική
τους
κλαψιάρικ
ους
τις
κλαψιάρικ
ες
τα
κλαψιάρικ
α
κλητική
κλαψιάρικ
οι
κλαψιάρικ
ες
κλαψιάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλαψιάρικος
<
κλαψιάρης
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
κλαψιάρικος
που έχει
σχέση
με
κλαψιάρη
, αναφέρεται ή ταιριάζει σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
κλαψιάρικα
→
δείτε
τις λέξεις
κλαψιάρης
,
κλάψα
και
κλαίω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλαψιάρικος
γαλλικά
:
plaintif
(fr)
,
pleurnichard
(fr)