Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερνικώνω < βερνίκι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

βερνικώνω, πρτ.: βερνίκωνα, στ.μέλλ.: θα βερνικώσω, αόρ.: βερνίκωσα, παθ.φωνή: βερνικώνομαι, μτχ.π.π.: βερνικωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία