λουστράρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λουστράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική lustrare[1] < λατινική lustrare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος lustro < lustrum < παλαιά λατινικά *loustrom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [2] *lewkstrom < *lewk- (συγγενές με το λευκός)[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /luˈstɾa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐στρά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαλουστράρω (παθητική φωνή: λουστράρομαι)
- γυαλίζω μια επιφάνεια καλύπτοντάς την με λούστρο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λούστρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ λουστράρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewh₃strom < *lewh₃- (πλένω), συγγενές με το lavo ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewHstrom < *lewH- (εξαγνίζω) συγγενές με το luo.