Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερνικώνομαι < βερνικώνω

  Ρήμα επεξεργασία

βερνικώνομαι


Εκφράσεις επεξεργασία

 συνώνυμα: κακότροπος, ξεροκέφαλος, σπαστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία