Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βερνικώνομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βερνικώνομαι
<
βερνικώνω
Ρήμα
επεξεργασία
βερνικώνομαι
επαλείφομαι
με
βερνίκι
Εκφράσεις
επεξεργασία
κέρατο βερνικωμένο
: άνθρωπος
ιδιότροπος
≈
συνώνυμα
:
κακότροπος
,
ξεροκέφαλος
,
σπαστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βερνικώνομαι