βερνικωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βερνικωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βερνικώνω
Μετοχή επεξεργασία
βερνικωμένος, -η, -ο
- που έχει επιστρωθεί με βερνίκι
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βερνικωμένος
|