Βερενίκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βερενίκη | ||
γενική | της | Βερενίκης | ||
αιτιατική | τη | Βερενίκη | ||
κλητική | Βερενίκη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βερενίκη < μακεδονική διάλεκτος Βερενίκη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.ɾeˈni.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐ρε‐νί‐κη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒερενίκη θηλυκό
- όνομα γυναικών στην αρχαιότητα, ιδίως από τη δυναστεία των Πτολεμαίων
- όνομα πόλεων στην αρχαιότητα
- γυναικείο όνομα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Βερενίκη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Βερενῑκα- | |||||
ονομαστική | ἡ | Βερενίκη | αἱ | Βερενῖκαι | |
γενική | τῆς | Βερενίκης | τῶν | Βερενικῶν | |
δοτική | τῇ | Βερενίκῃ | ταῖς | Βερενίκαις | |
αιτιατική | τὴν | Βερενίκην | τὰς | Βερενίκᾱς | |
κλητική ὦ! | Βερενίκη | Βερενῖκαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βερενίκᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Βερενίκαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΒερενίκη < φερενίκη < φερένικος < φέρω + νίκη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒερενίκη θηλυκό μακεδονικός τύπος
- γυναικείο όνομα (ιδίως από τη δυναστεία των Πτολεμαίων)
- όνομα πόλεων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Βερενίκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.