lacus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lacus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lakʷ- (λίμνη). Συγγενές με την αρχαία ελληνική λάκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlacus (la) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lacus | lacūs |
γενική | lacūs | lacuum |
δοτική | lacuī | lacibus |
αιτιατική | lacum | lacūs |
κλητική | lacus | lacūs |
αφαιρετική | lacū | lacibus |