Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελάκκωμα τα ξελακκώματα
      γενική του ξελακκώματος των ξελακκωμάτων
    αιτιατική το ξελάκκωμα τα ξελακκώματα
     κλητική ξελάκκωμα ξελακκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελάκκωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελάκκωμα ουδέτερο

  • η πράξη και το αποτέλεσμα του ξελακκώνω, το σκάψιμο ενός λάκου γύρω από ένα φυτό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία