ξελάκκωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξελάκκωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξελάκκωμα ουδέτερο
- η πράξη και το αποτέλεσμα του ξελακκώνω, το σκάψιμο ενός λάκου γύρω από ένα φυτό.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξελάκκωμα
|