Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελακκώνω < ξε- + λάκκ(ος) + κατάληξη -ώνω

ξελακκώνω

  • σκάβω ένα λάκκο γύρω από τη ρίζα ενός φυτού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία