λακκόπρωκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λακκόπρωκτος < λάκκο(ς) (τρύπα) + πρωκτ(ός) + -ος
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο
επεξεργασίαλακκόπρωκτος, -ος, -ον
- (υβριστικό) που ο πρωκτός είναι χαλαρός, ανοιχτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλακκόπρωκτος αρσενικό
- (υβριστικό) ουσιαστικοποιημένο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, 1330 Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- στρεψιαδησ ὦ λακκόπρωκτε. φειδιππιδης πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις.
- στρεψιαδησ [βρε] ξεπατωμένε. στρεψιαδησ Ραίνε με με ρόδα.
- ≈ συνώνυμα: εὐρύπρωκτος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, ιε (15.40@perseus.tufts.edu αναφορά σε παράθεμα
- καὶ Κηφισόδωρος ἐν Τροφωνίῳ 'I 800 K': […] ὦ λακκόπρωκτε, βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν / ἐγὼ πρίωμαι; λαικάσομἄρα βάκχαριν;
- → λείπει η μετάφραση
- Απόδοση στα αγγλικά: "Fuck" exclaims the slave in a disgusted aside. "Get baccharis for your feet? Why not just say eat me prick?" (Andrew Scholtz, Perfume from Peron's: The Politics of Pedicure in Anaxandrides Fragment 41 Kassel—Austin', Illinois Classical Studies, Vol. 21 (1996), pp. 69-86 [1]
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, 1330 Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
Πηγές
επεξεργασία- λακκόπρωκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.