λιοπύρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιοπύρι | τα | λιοπύρια |
γενική | του | λιοπυριού | των | λιοπυριών |
αιτιατική | το | λιοπύρι | τα | λιοπύρια |
κλητική | λιοπύρι | λιοπύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλιοπύρι ουδέτερο
- πολλή ζέστη που προκαλείται από τις ακτίνες του ηλίου
- Ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών. Βολτάριζε με τους φίλους του στα χωράφια και παρατηρούσε, μέσα στο λιοπύρι, τις ακάματες εργασίες των αγροτών. (*)
- ※ Μέ λιοπύρια πού σκάζ’ ό τσίντσιρας καί νά πηγαίν’ ό ίδρος σουβάλα, μέ βροχές καί μέ γαζέπια (καταιγίδες) καί μέ μεγάλες φουρτούνες πού νά τούς χτυπούν τά χαλάζια στ’ αυτιά, πάντα αυτοί ξενηστικωμένοι παιδεύονται στούς δρόμους. (Ηπειρωτική Εστία, τεύχος 98, 1960, σελ. 464 [1])