γαζέπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαζέπι | τα | γαζέπια |
γενική | του | γαζεπιού | των | γαζεπιών |
αιτιατική | το | γαζέπι | τα | γαζέπια |
κλητική | γαζέπι | γαζέπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαζέπι ουδέτερο
- οργή θεού
- (κρητικά) θεομηνία, συμφορά, δυστυχία
- θύελλα, σφοδρή καταιγίδα
- ※ Μέ λιοπύρια πού σκάζ’ ό τσίντσιρας καί νά πηγαίν’ ό ίδρος σουβάλα, μέ βροχές καί μέ γαζέπια (καταιγίδες) καί μέ μεγάλες φουρτούνες πού νά τούς χτυπούν τά χαλάζια στ’ αυτιά, πάντα αυτοί ξενηστικωμένοι παιδεύονται στούς δρόμους. (Ηπειρωτική Εστία, τεύχος 98, 1960, σελ. 464 [1])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαζέπι
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- γαζέπι, τόμος Δ, τεύχος Α, 1953 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»