Ακροσουβάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ακροσουβάλα | οι | Ακροσουβάλες |
γενική | της | Ακροσουβάλας | — | |
αιτιατική | την | Ακροσουβάλα | τις | Ακροσουβάλες |
κλητική | Ακροσουβάλα | Ακροσουβάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾo.suˈva.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κρο‐σου‐βά‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ακροσουβάλα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ακροσουβάλα