πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ακροσουβάλα οι Ακροσουβάλες
      γενική της Ακροσουβάλας
    αιτιατική την Ακροσουβάλα τις Ακροσουβάλες
     κλητική Ακροσουβάλα Ακροσουβάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ακροσουβάλα < ακρο- + σουβάλα
ΔΦΑ : /a.kɾo.suˈva.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ακροσουβάλα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ακροσουβάλα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)