Επίρρημα

επεξεργασία

ter (fr)

  1. για τρίτη φορά, τρις

ter (fr) άκλιτο

  1. χρησιμοποιείται σε άρθρα, παραγράφους, αριθμούς κατοικιών σε δρόμους, κ.λπ. για να εκφράσει την τρίτη έκφραση με τον ίδιο αριθμό