ίδρωτας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαίδρωτας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἵδρωτας < ἱδρώτας (μετακίνηση τόνου)[1] < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.ðɾo.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐δρω‐τας
- τονικό παρώνυμο: ιδρώτας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίδρωτας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ίδρωτας
→ δείτε τη λέξη ιδρώτας |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ίδρωτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας