Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφιδρωτικός η εφιδρωτική το εφιδρωτικό
      γενική του εφιδρωτικού της εφιδρωτικής του εφιδρωτικού
    αιτιατική τον εφιδρωτικό την εφιδρωτική το εφιδρωτικό
     κλητική εφιδρωτικέ εφιδρωτική εφιδρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφιδρωτικοί οι εφιδρωτικές τα εφιδρωτικά
      γενική των εφιδρωτικών των εφιδρωτικών των εφιδρωτικών
    αιτιατική τους εφιδρωτικούς τις εφιδρωτικές τα εφιδρωτικά
     κλητική εφιδρωτικοί εφιδρωτικές εφιδρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφιδρωτικός < εφίδρωση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εφιδρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία