Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφιδρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εφιδρωτικ
ός
η
εφιδρωτικ
ή
το
εφιδρωτικ
ό
γενική
του
εφιδρωτικ
ού
της
εφιδρωτικ
ής
του
εφιδρωτικ
ού
αιτιατική
τον
εφιδρωτικ
ό
την
εφιδρωτικ
ή
το
εφιδρωτικ
ό
κλητική
εφιδρωτικ
έ
εφιδρωτικ
ή
εφιδρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εφιδρωτικ
οί
οι
εφιδρωτικ
ές
τα
εφιδρωτικ
ά
γενική
των
εφιδρωτικ
ών
των
εφιδρωτικ
ών
των
εφιδρωτικ
ών
αιτιατική
τους
εφιδρωτικ
ούς
τις
εφιδρωτικ
ές
τα
εφιδρωτικ
ά
κλητική
εφιδρωτικ
οί
εφιδρωτικ
ές
εφιδρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφιδρωτικός
<
εφίδρωση
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εφιδρωτικός, -ή, -ό
που προκαλεί την
εφίδρωση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ιδρώτας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφιδρωτικός
αγγλικά
:
sudorific
(en)
γαλλικά
:
sudorifique
(fr)