Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sudorifique < λατινική sudor (ιδρώτας)

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sudorifique sudorifiques

sudorifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό