εφίδρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφίδρωση | οι | εφιδρώσεις |
γενική | της | εφίδρωσης* | των | εφιδρώσεων |
αιτιατική | την | εφίδρωση | τις | εφιδρώσεις |
κλητική | εφίδρωση | εφιδρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφιδρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεφίδρωση θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφίδρωση