• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αφίδρωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφίδρωση οι αφιδρώσεις
      γενική της αφίδρωσης* των αφιδρώσεων
    αιτιατική την αφίδρωση τις αφιδρώσεις
     κλητική αφίδρωση αφιδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφιδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αφίδρωση < αρχαία ελληνική ἀφίδρωσις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αφίδρωση θηλυκό

  • (λόγιο) άλλη μορφή του εφίδρωση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αφίδρωση
  • → δείτε τη λέξη εφίδρωση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αφίδρωση&oldid=5227757"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie