εφιδρωτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fi.ðɾo.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φι‐δρω‐τι‐κό
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- εφιδρωτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εφιδρωτικός, εννοείται η λέξη φάρμακο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφιδρωτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- εφιδρωτικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεφιδρωτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του εφιδρωτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εφιδρωτικός