Δείτε επίσης: ἱδρωτοποιός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ιδρωτοποιός το ιδρωτοποιό
      γενική του/της ιδρωτοποιού του ιδρωτοποιού
    αιτιατική τον/την ιδρωτοποιό το ιδρωτοποιό
     κλητική ιδρωτοποιέ ιδρωτοποιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδρωτοποιοί τα ιδρωτοποιά
      γενική των ιδρωτοποιών των ιδρωτοποιών
    αιτιατική τους/τις ιδρωτοποιούς τα ιδρωτοποιά
     κλητική ιδρωτοποιοί ιδρωτοποιά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρωτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱδρωτοποιός < αρχαία ελληνική ἱδρώς (ιδρώτας)ἱδρωτ- + -ο- + -ποιός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sudorifère[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ιδρωτοποιός, -ός, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία