Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφιδρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφιδρωτικ
ός
η
αφιδρωτικ
ή
το
αφιδρωτικ
ό
γενική
του
αφιδρωτικ
ού
της
αφιδρωτικ
ής
του
αφιδρωτικ
ού
αιτιατική
τον
αφιδρωτικ
ό
την
αφιδρωτικ
ή
το
αφιδρωτικ
ό
κλητική
αφιδρωτικ
έ
αφιδρωτικ
ή
αφιδρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφιδρωτικ
οί
οι
αφιδρωτικ
ές
τα
αφιδρωτικ
ά
γενική
των
αφιδρωτικ
ών
των
αφιδρωτικ
ών
των
αφιδρωτικ
ών
αιτιατική
τους
αφιδρωτικ
ούς
τις
αφιδρωτικ
ές
τα
αφιδρωτικ
ά
κλητική
αφιδρωτικ
οί
αφιδρωτικ
ές
αφιδρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφιδρωτικός
<
αφίδρωση
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αφιδρωτικός
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
εφιδρωτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ιδρώτας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφιδρωτικός
→
δείτε
τη λέξη
εφιδρωτικός