μοχθηρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοχθηρία < αρχαία ελληνική μοχθηρία < μοχθηρός < μόχθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοχθηρία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του μοχθηρού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοχθηρία
μοχθηρία θηλυκό