↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργασμένος η αργασμένη το αργασμένο
      γενική του αργασμένου της αργασμένης του αργασμένου
    αιτιατική τον αργασμένο την αργασμένη το αργασμένο
     κλητική αργασμένε αργασμένη αργασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργασμένοι οι αργασμένες τα αργασμένα
      γενική των αργασμένων των αργασμένων των αργασμένων
    αιτιατική τους αργασμένους τις αργασμένες τα αργασμένα
     κλητική αργασμένοι αργασμένες αργασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αργάζω (παθητική φωνή αργάζομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.ɣaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γα‐σμέ‐νος

αργασμένος

  1. (δημοτική) σημασίες του εργάζω
    ⮡  αργασμένο πετσί, αργασμένο τομάρι
     συνώνυμα: κατεργασμένος (για δέρματα)
    ⮡  αργασμένα χέρια απ' τη δουλειά
     συνώνυμα: ροζιασμένος, σκληραγωγημένος
    ⮡  αργασμένη γη
     συνώνυμα: οργωμένος
  2. (δημοτική, μεταφορικά) πολύπειρος, πολυμαθής, εντριβής [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «αργάζω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .