δουλεύεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δουλεύεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δουλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δουλεύεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δουλεύω